Δευτέρα, Οκτωβρίου 30

Η ΜΑΧΗ

Τις συναντησα σ'ενα προθαλαμο χειρουργιου
Δυο γυναικες γαντζωμενες η μια πανω στην αλλη
Τα κορμια τους γερμενα σαν αδυναμα κλαρια
που στηριζονταν μεταξυ τους
Τα χερια τους μπλεγμενα σαν ριζες
που εφτιαξαν εναν γορδιο δεσμο
Δυο γυναικες που εμοιαζαν μια
Ενωμενες σ'ενα γλυπτο που λαξευτηκε
πανω στο ιδιο κομματι πετρας
Τα ματια τους κλειστα και τα χειλη
μουρμουριζαν αδιακοπα ακαταληπτα λογια
Ποτε ποτε τα ματια ανοιγαν και εριχναν
ενα βλεμμα στην εισοδο του χειρουργιου
Και μετα παλι βυθιζονταν στο μουρμουρητο
Μεσα στο χειρουργιο ο γιος και αδελφος
παλευε για την ζωη στο μαρμαρενιο αλωνι
Οι δυο γυναικες ξορκιζαν τον μαυρο καβαλαρη
Πολεμαγαν κι αυτες μαζι να φυγει μακρια
Καποιες στιγμες μοναχα ακουγα την μανα να ψελλιζει
"Οχι τον γιο μου, αστονε, φυγε, φυγε μακρια"
Η μαχη ηταν τιτανια, ποιος αραγε οριζει
ο αρχοντας του σκοτους ποτε θα νικηθει
οι δυο γυναικες εμειναν για ωρες εκει περα
πισω ομως δεν εκαναν ουτε για μια στιγμη
Κι οταν η πορτα ανοιξε και ηρθανε τα νεα
για μιας κι οι δυο πεταχτηκαν, λυθηκεν ο δεσμος
νικησαμε φωναξανε και ακουστηκαν ως περα
και τα κλαρια ορθοθηκαν και εγιναν κορμος

Κυριακή, Οκτωβρίου 29

ΛΟΓΙΑ

Λογια, λογια, λογια
Λογια που πληγωνουν
Λογια που γελουν
Λογια που κλαινε
Λογια που λενε αληθεια
Λογια που λενε ψεμματα
Λογια αγαπης
Λογια μισους
Λογια που ηθελα να πω
Λογια που ηθελα να ακουσω
Λογια που χαθηκαν
Λογια που μ' ακολουθησαν
Λογια που με γιατρεψαν
Λογια...............

Και παντα κατι περιμενω
Και παντα κατι ψαχνω
Μεσα στα λογια...

ΖΕΥΓΑΡΙΑ

Κοιταζω τα ζευγαρια γυρω μου
Αλλοι μιλανε δυνατα, κουνανε τα χερια ζωηρα
Αλλοι μιλανε σιγανα, λες κι εχουν καποια μυστικα
και καποιοι αλλοι πιο εκει, δεν λενε ουτε μια κουβεντα
Αυτοι μενουν σιωπηλοι
Ισως να μην εχουνε πια, να μοιραστουνε μυστικα
Ισως να εφερε ο καιρος της πληξης το γνωριμο κακο
και να κουραστηκαν κι αυτοι να πολεμουν με το χτικιο

Μπορει ομως ναναι σιωπηλοι, γιατι τα ξερουν ολα πια
Μιλουν τα ματια και η καρδια, και λενε αυτα λογια πολλα
Σε αυτους εφερε ο καιρος,της αρμονιας τον χορο
Αφηνονται ασφαλεις κι οι δυο , στο δεσιμο το δυνατο
Δεν χρειαζονται λογια πολλα, τα εχουν αφησει πισω αυτα
Χαμογελουν γλυκα κι οι δυο, εχουν χαθει στο.. σ'αγαπω

Τετάρτη, Οκτωβρίου 25

ΔΥΟ ΖΩΕΣ

Δυο ζωες εχθες χορεψανε μπροστα μου
Δυο ψυχες αναλαφρες σαν αερικα
Ειχαν τον ανεμο και οι δυο για καβαλιερο
που τις παρεσυρε σε βηματα τρελα

Και οι δυο ζωες ειχαν μια ιστορια
που την κουβαλαγαν για να την διηγηθουν
Δεν ξερω πια απ΄τις δυο ειχε μεγαλη αξια
δεν προλαβαν τιποτα να μου πουν

Την μια ο ανεμος, την εριξε κατω με βια
και την παρεσυρε σαν να ηταν φτερο
ετρεξα και την σηκωσα , και ειχα αγωνια
μηπως και δεν προφτασω και γινει το κακο

Γυρισε και με κοιταξε και μου χαμογελουσε
ηξερε οτι προλαβε και θα 'μενε εδω
ενιωσα πισω τον ανεμο που ηταν θυμωμενος
του χαλασα τα σχεδια και ηταν βλοσυρος

Κινησε παλι ο ανεμος και με ορμη μεγαλη
την δευτερη την νταμα του τραβαει για χορο
την στροβιλιζει δυνατα, ψηλα την ανεβαζει
και 'κεινη ειν' αμεριμνη και 'γω χαμογελω

Μα ξαφνου ολα σκοτεινιασαν κι ο ανεμος εχαθη
και ηρθε μια θυελλα που σηκωσε χωμα πολυ
τα ματια μου δακρυσανε και χαθηκε το φως μου
μαζι μ'αυτο εχαθηκε κι η δευτερη ζωη

Κανεις γι'αυτη δεν νοιαστηκε, δεν ητανε σπουδαια
κανεις δεν την εσηκωσε, την αφησαν εκει
και 'γω την επροσπερασα χωρις να σταματησω
και ΄γω την επαρατησα να κοιτεται εκει

Θεε μου ποσο ντρεπομαι που ετσι λογαριαζω
που ετσι την παρατησα χωρις εναν λυγμο
αραγε θα με σκεφτεται, αραγε θα γνωριζει
ποσο πολυ επονεσα, ποσο πολυ πονω

Τρίτη, Οκτωβρίου 24

"ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ"
Pablo Neruda
( Μετάφραση από Ιταλική δημοσίευση:
Βασίλη Χατζηγιάννη )

Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλά-
βος της συνήθειας, επαναλαμβάνο-
ντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, ό-
ποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλ-
λάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος
δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει έ-
να πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο
για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία
στο " ι " αντί ενός συνόλου συγκινή-
σεων που κάνουν να λάμπουν τα μά-
τια, που μετατρέπουν ένα χασμουρ-
γητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν
την καρδιά να κτυπά στο λάθος και
στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδο-
γυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι
ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποι-
ος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα
για την αβεβαιότητα για να κυνηγή-
σει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει
στον εαυτό του τουλάχιστον μια φο-
ρά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέ-
φρονες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν α-
κούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει
σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει
τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει
να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει
τις μέρες του παραπονούμενος για
τη τύχη του ή για την ασταμάτητη
βροχή.
Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει
μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος
δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνω-
ρίζει.
Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές
δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι
για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια
προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από
το απλό γεγονός της αναπνοής.
Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει
στην επίτευξη μιας λαμπρής ευτυχίας.

Ο,ΤΙ ΠΟΛΥ ΕΠΙΘΥΜΗΣΕΣ
ποιημα του Νασου Δετζωρτζη

Ο,τι πολυ επιθυμησες, θαρθει μια μερα
χωρις να τοχεις επιδιωξει,
χωρις να τοχεις για δικο σου ονειρευθει.
Ο,τι ειχες επιδιωξει σε πονεσε πολυ,
το χαρηκες, αλλα σε πονεσε πολυ,
το εχασες στο τελος κ'εμεινες,
ειπες πως η ζωη σου ειναι πικρια μεστη, κλειστη,
κι αφεθηκες να ζεις στη μοναξια σου.

Ο,τι πολυ επιθυμησες, θαρθει μια μερα.
Ηλιος θα ειναι, θα ειναι θαλασσα,
θαναι καποιο βουνο, μια ρεματια πρωτογνωρη,
μια νυχτα στο βουνο, μια ευφροσυνη πρωταγρικητη,
μια τολμη, ενα φρονημα πρωτοφαντο,
κατι ανεμωνες που θα φεγγουν στις πλαγιες,
κατι ανεμωνες που θα μεινουν ξεχασμενες στο χορταρι τους,
σημαδι της πλαγιας οπου σου δοθηκε ο ερωτας,
μεσα στη νυχτα, μες στην ομιχλη του βουνου,
κατω απ'τα στιλβοντα αστρα.

Ο,τι πολυ επιθυμησες, θαρθει μια μερα που θα το χασεις.
Τοσο αναπαντεχα, τοσο αδικα, τοσο νωρις.
Μα αυτο θα σε πληρωνει τοσο ως μεσα σου,
θα σ'εχει κανει τοσο πλουσιο, τοσον ωριμο,
θα σ'εχει φερει τοσο μεσα στο ολο νοημα
της ζωης σου, της ζωης ολου του κοσμου,
που μια και καποτε το αποχτησες, το αξιωθηκες,
σου μενει δωρο σου ακριβο, βαθια αναφαιρετο,
που το κατεχεις εσαει, σαρκα της σαρκας σου,
χωρις ν'αφηνει ουτε μια πτυχη κενη
για την ενεδρα της φθορας και της πικριας.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 23

ΦΙΛΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Σαν μια νεραιδα ηρθες χθες
φιλη αγαπημενη
με το ραβδι σου μ'αγγιξες
κι εγινα ευτυχισμενη.
Στην αγκαλια σου μ'εκλεισες
μου δειξες πως ανηκω
και στην ψυχη μου εσκυψες
κι ειπες σιγα σιγα
"εδω ειμαι δεν θα φυγω".
Τα λογια σου ηταν βαλσαμο
μεσα στην τρικυμια
σαν την στερια που
ξεπροβαλλει μπρος,
σανιδα σωτηριας.
Σ'ευχαριστω που μου δωσες
λιγη απ'την πνοη σου
Σ'ευχαριστω που νοιαστηκες
και μ'εβαλες στην ζωη σου.

ΤΟ ΚΛΩΝΑΡΙ

Στεκομαι ακινητη, μαρμαρωμενη
τα ποδια μου ριζωσανε βαθια
Μον'ο ανεμος γυρω λυσσομαναει
μου ανακατωνει τα μαλλια

Περνανε σμηνη οι ανθρωποι
Κανεις δεν ριχνει μια ματια
Ποιος θα νοιαστει για ενα κλωναρι
που εβγαλε ριζες ξαφνικα

Με μαστιγωνουν τα μαλλια μου
μου γδερνουνε τα σωθικα
με μαστιγωνουν κι οι ανθρωποι
που προσπερνανε βιαστικα

Τα χερια μου ψηλα απλωμενα
εχουνε γινει σαν κλαδια
Τα χερια μου ζηταν να βρουνε
μια τοση δα παρηγορια

Χαθηκαν, κρυφτηκαν οι ανθρωποι
του εσκιαξ' ολους ο βοριας
μονη η καρδουλα μου βουρκωνει
που με ξεχασαν ολοι πια

Τρίτη, Οκτωβρίου 17

ΠΑΡΑΜΥΘΙ της γιαγιας Α.

Μια φορα και εναν καιρο περασαν χρονια τωρα που ζουσε ενας βασιλιας σε μια μεγαλη χωρα.
Ειχε χρυσαφι αμετρητο παλατια μαρμαρενια θρονο διαμαντοστολιστο στολιδια πυρλαντενια.
Ειχε και κορη λυγερη πενταμορφη στα καλλη που σαν αυτη στη χωρα του δεν ηταν καμια αλλη.
Ειχε μα ειχε καθετι ενα δεν ειχε μονο δεν ειχε ενα διαδοχο ν'αφησει για το θρονο.
Κι ηταν η μονη σκεψη του κι η μονη συλλογη του σαν αποθανει ποιος θα'ρθει στη θεση τη δικη του.
Μια μερα τι νομιζετε σοφιστηκε να κανει να δει ποιος ειναι αξιος το θρονο του να παρει.
Παιρνει, κλειδωνει δυο κουτια χωρις κανεις να ξερει και μεσα στη συνελευση μοναχος του τα φερνει. Και λεει:
Οποιος απο σας μ'υπομονη θα σκυψει και βρει σε ποιο απο τα δυο κουτια το στεμμα εχω κρυψει,
αυτος θα γινει βασιλιας και μ'ενα λογο μονο θα παρει την κορη μου θα παρει και τον θρονο.
Μ'αν δε μπορεσει να το βρει θα παιξει με το Χαρο κι αμεσως το κεφαλι του εγω θε να του παρω.
Επηγαν δεκα, εικοσι επηγαν τοσοι αλλοι μα του καθενα χωριστα εκοβαν το κεφαλι.
Μα τελος ηρθε κι ενας νιος ομορφο παλικαρι για να διαλεξει και αυτος σαν ποιο κουτι να παρει.
Στεκει εμπρος στα δυο κουτια τα ματια του στυλωνει κι ευθυς στο προστυχο κουτι το χερι του απλωνει.
Τ'ανοιγει και με προσοχη την κεφαλη του γερνει βρισκει το στεμμα το χρυσο και με χαρα το παιρνει.
"Εσυ εισαι" λεει ο βασιλιας "εσυ εισαι ο γαμπρος μου και θασαι κι απο σημερα και ο διαδοχος μου".
Γινονται γαμοι και χαρες ενα σωρο καλουνε οι καλεσμενοι τραγουδουν τα οργανα χτυπουνε.
Μα μεσ' το τοσο γλεντι τους που εκαναν αυτοι ρωταει η νυφη το γαμπρο κρυφα-κρυφα στ'αυτι.
"Παρακαλω σε αντρα μου να μου το εξηγησεις ταχα γιατι το προστυχο κουτι να προτιμησεις?"
"Γιατι", της λεει ο γαμπρος, "ειδα χιλιδες τοπους και γνωρισα και πλουσιους μα και φτωχους ανθρωπους.
Ποσες φορες η αρχοντια η χρυσοφορεμενη κρυβει καρδια ανεσπλαχνη κρυβει καρδια στριμμενη.
Ποτε μην εμπιστευεσαι τα εξω μοναχα κρυβουν καλυτερες καρδιες τα ρουχα τα φτωχα".

Δευτέρα, Οκτωβρίου 16

Η ΦΑΜΙΛΙΑ

Ξεριζωμος με κυνηγα
Απ΄την στιγμη που εριξα
το βλεμμα μου στην γη
Λιμανι δεν βρηκα πουθενα
με κατατρεχουν οι λυγμοι

Και ολη την φαμιλια μου
απ' τα πολυ παλια
σε καρα την φορτωνανε
την στελναν μακρια

Ξεριζωμος μας κυνηγα
και πονος και οργη
η λυπη μας ξεχειλισε
στερεψαν οι λυγμοι

Παντα καποια θα εφευγε
αλλη θα πολεμουσε
καποια παλι θα λυγιζε
αλλη θα καρτερουσε
Μιανης της κοπηκ' η λαλια
αλλης της φυγαν τα παιδια
και γω τωρα πουμαι η στερνη
ψαχνω να βρω να κρατηθω
να φυγω απ΄το μακελειο

Περιπλανηθηκα πολυ
μες της φαμιλιας την βουη
Εδω τωρα σταματω
Παει το κλεινω πια αυτο
Δεν θα υπαρξει αλλη πια
απ΄την δικη μου την μερια
Φευγω σε ηρεμα νερα
με περιμενουνε πολλοι

Αποφασιζω για ολες μας,
πια να ξεκουραστουμε
μας το χρωσταει η ζωη
κι ηρθ' η ωρα
να το χαρουμε
Σας κουβαλαω μεσα μου
εισαστ'ολες εδω
ξεχαστε ολες τις εννοιες σας
εχετε πια αρχηγο

ΠΟΙΗΜΑ
(του Τιτου Πατρικιου)

Αγγιζω τους τοιχους των σπιτιων
δεν αποκρινεται κανεις.
Βρεθηκα σε μια πολη διχως ονομα.
Ψαχνω τον ουρανο να βρω το στιγμα της
και με τυφλωνουν πολυχρωμες ρεκλαμες.
Η πολη που γεννηθηκα ειχε δυο απλες συντεταγμενες.
Βορειο πλατος, αιμα.
Βορειο μηκος, θανατο.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11

Σ'ΕΚΕΙΝΗ...

Απλωσε το παλευκο παπλωμα
πανω στο κρεβατι
Χωθηκε γρηγορα απο κατω
Το τραβηξε μεχρι πανω απο το κεφαλι
Ρουφηξε την μυρωδια του φρεσκοπλυμενου
Εκλεισε τα ματια και βυθιστηκε στις θυμησες
Το μικρο σπιτακι με το κοτετσι στην ακρη
Η σομπα με τα ξυλα που οταν ανοιγε
το πορτακι, ακουγε το θηριο που κρυβοταν μεσα
να βρυγχαται
Η λεκανη για το ποδολουτρο του παππου
Το παγωμενο υπνοδωματιο που ζεσταινε σαν φουρνος
μολις εμφανιζοταν Εκεινη.
Ξαπλωνε διπλα της και ο κοσμος ηταν ολος
μεσα εκει
Στο παγωμενο καμαρακι
που εβραζε απο αγαπη, αγκαλιες, παραμυθια
Ηταν ασφαλης τωρα που ηταν κοντα της
Ηταν δυνατη τωρα που την ειχε στην αγκαλια της
Και ηθελε η νυχτα να μην τελειωσει ποτε
..............................................
Ανοιξε τα ματια κοιταξε το παπλωμα
Κι ομως ηταν νυχτα, κατω απο ενα παπλωμα
και Εκεινη ηταν παντα εκει
Κοντα της για παντα
Γιατι την ειχε κλειδωσει μεσα στην καρδια της
Για παντα
...............................................
Γιαγια σ'ευχαριστω

ΕΚΛΟΓΕΣ....

Η θλιψη μου ξεχειλισε
για ολα αυτα που βλεπω
ο κοσμος ολος γυρω μου
μια φαρσα στην σκηνη
Οι ανθρωποι ανδρικελα
αψυχα τριγυριζουν
επνιξαν ολα τα θελω τους
δεν εχουνε ζωη

Κομπαρσοι που παριστανται
σε φαρσοκομωδια
τους πρωτους ρολους βλεπετε
τους εχουν λιγοστοι
Κι οι υπολοιποι να τρεχουνε
να κυνηγουν πρωτεια
πιστευοντας πως καποτε
θα πιασουν την καλη

Αρνουμαι να ακολουθω σαν ναμαι μαριονετα
Αρνουμαι και να προσκυνω για ναμαι αρεστη
Ποτε μου δεν σας πιστεψα
δεν ειχατε την μπεσα
το ποσο "λιγοι" εισαστε
να πειτε στην σκηνη

Κυριακή, Οκτωβρίου 8

ΨΕΜΑΤΑ


Κλεινω το παραθυρι μου
να μην τρυπωσεις μεσα
την λυπη που με τυλιξε
δεν θελω να την δεις

Λουφαζω μεσ' τον πονο μου
και τις πληγες μου γλυφω
τον κοσμο τουτο ματια μου
να μου τον αρνηθεις

Αφηστε με στην πλανη μου
αστε με να νομιζω
ολα οτι θα φτιαξουνε
ψεματα ας μου πεις

Στα ψεματα μεγαλωσα
στα ψεματα ελπιζω
μεσα στο παραμυθι μου
εχω εγω γιορτη

Και ας το ξερω ματια μου
οτι αδικα ελπιζω
εφυγ' η ηλιαχτιδα μου
εφυγε κι η ζωη

Τετάρτη, Οκτωβρίου 4

ΣΤΟΝ ΓΙΟ ΜΟΥ


Θα σκυψω την ανασα σου
μεσα μου να ρουφηξω
και των ματιων τα δακρυα
θα πιω να δροσιστω

Θα παρω ολες τις εννοιες σου
και θα τις ζωγραφισω
να μην πονας ψυχουλα μου
για σενα ειμαι εγω

Κυριακή, Οκτωβρίου 1

ΟΙ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ

Σταθηκαν ο ενας απεναντι στον αλλον.
Δυο πολεμιστες ετοιμοι να ριχτουν στην μαχη.
Ετοιμοι να χρησιμοποιησουν τα οπλα τους.
Ετοιμοι να ξεσκισουν ο ενας τις σαρκες του αλλου.

Κι ομως, κατι στο βλεμμα τους
μαρτυρα οτι υπαρχει κατι βαθυτερο
κατι που το εχουν ξεχασει και οι δυο.
Κατι στο βλεμμα μιλα για μια τρυφεροτητα
για μια αγαπη που ειναι εκει
και αγωνιζεται να βγει στην επιφανεια

Μα αυτοι την αγνοουν.
Γυαλιζουν τα οπλα και ριχνονται στην μαχη.
Πληγωνουν ανελεητα την σαρκα, την ψυχη.
Σημαδευουν ανεξιτηλα την μνημη με ορμη
Βαριανασαινοντας κοιταζονται θολα
Κατι στο βλεμμα τους μιλα για αγαπη ξανα

Που πηγε η αγαπη μας
Γιατι την διωξαμε μακρυα?
Σαρκα της σαρκας μου
εγω φταιω
μην με κοιτας.