Κυριακή, Δεκεμβρίου 10

Η ΑΝΑΒΑΣΗ

Σκαρφαλωνει
Η πλαγια ειναι αποτομη
Κατω απο τα γυμνα της ποδια
πετρες μυτερες ματωνουν την σαρκα
Τα πληγωμενα χερια της αρπαζουν
αγκαθωτους θαμνους για να κρατηθει
Δεν κοιταζει ψηλα για να μην χασει το κουραγιο
Με πεισμα και αποφασιστικοτητα
συνεχιζει την ανοδο
Ο πονος διαπερνα ολο το κορμι
Τον αγνοει
Θα τον νικησει
Ο ιδρωτας μπερδευεται με τα δακρυα
Εχουν γευση αλμυρη
Σαν την θαλασσα
Ποσο μακρια απο την θαλασσα βρισκεται τωρα
Προς στιγμη η εικονα του απεραντου γαλαζιου
την τυφλωνει
Διωχνει βιαστικα απο την σκεψη τον πειρασμο
Θα την αποσυντονισει
Και πρεπει να φτασει στην κορυφη
Με καθε κοστος
Σκουπιζει τον ιδρωτα απο το μετωπο
Το αιμα απο τα πληγιασμενα χερια
κυλα και της θολωνει την ματια
Δεν βλεπει
Συνεχιζει την αναβαση
γαντζωμενη πανω στον πετρινο ογκο
Μοιαζει με χτυπημενο αγριμι
που ψαχνει καταφυγιο
να γλυψει τις πληγες του
Και τοτε γινεται το λαθος
Ενα ακγαθωτο πουρναρι
το οποιο αρπαξε για να στηριχτει
την προδωσε
Αρχισε να κατρακυλα
Ενα κουβαρι πετρες, θαμνοι,
χωμα, αιμα
Η τρελλη πορεια σταματησε
Κοιταξε ψηλα
Πεισμωσε πιο πολυ
Ξεχυθηκε παλι προς τα πανω
ουρλιαζοντας !