Τρίτη, Σεπτεμβρίου 19

Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ

Ηρθε προχθες. Δεν τον περιμενα.
Δεν τον προσεξα εξαρχης.
Πρωτα ενιωσα την αυρα του.
Εχει ενα δικο του τροπο να κανει αισθητη
την παρουσια του πριν ακομα εμφανιστει.
Ημουν απασχολημενη την στιγμη που εμφανιστηκε
Ενιωσα την παρουσια του να με διαπερνα.
Σηκωσα το βλεμμα
Νατος. Καμαρωτος καμαρωτος
Στεκεται αγερωχος
Με κοιτα με το ανεκφραστο βλεμμα του
Θεε μου, σκεφτομαι, ειναι θεωρατος.
Κοιταξε γυρω του λαιμαργα.
Βρηκε το σημειο που τον βολευε περισσοτερο
και στρογγυλοκαθησε
Το παλτο του βαρυ και σκονισμενο
Δεν το αποχωριστηκε
Καλο σημαδι σκεφτηκα
Δεν θα κατσει πολυ
Στηλωσε την ματια του επανω μου
και εμεινε εκει
Πρεπει να αντεξω
Ξερω οτι θα φυγει
Μου φαινονται ατελειωτες οι ωρες
οταν ειναι εδω
Ειναι ακινητος, κι ομως τα χερια του
λες και εχουν δικη τους ζωη
με σφιγγουν δυνατα
Τοσο οσο να μπορω μετα βιας να ανασανω
Θα τα καταφερω
Θα τα καταφερω
Προσπαθω να τον κοιταξω
Ειναι ενας γιγαντας, λεει η ματια
Οχι, κανονικος ειναι, φωναζει το μυαλο
Εγω παντως δεν μπορω να αναπνευσω, τσιριζει η καρδια
ΗΡΕΜΙΑ, φωναζω
Ας συγκεντρωθουμε ολοι
Θα φυγει συντομα
Θα φυγει συντομα
Αχ! αραγε θα τα καταφερω?