Τρίτη, Οκτωβρίου 17

ΠΑΡΑΜΥΘΙ της γιαγιας Α.

Μια φορα και εναν καιρο περασαν χρονια τωρα που ζουσε ενας βασιλιας σε μια μεγαλη χωρα.
Ειχε χρυσαφι αμετρητο παλατια μαρμαρενια θρονο διαμαντοστολιστο στολιδια πυρλαντενια.
Ειχε και κορη λυγερη πενταμορφη στα καλλη που σαν αυτη στη χωρα του δεν ηταν καμια αλλη.
Ειχε μα ειχε καθετι ενα δεν ειχε μονο δεν ειχε ενα διαδοχο ν'αφησει για το θρονο.
Κι ηταν η μονη σκεψη του κι η μονη συλλογη του σαν αποθανει ποιος θα'ρθει στη θεση τη δικη του.
Μια μερα τι νομιζετε σοφιστηκε να κανει να δει ποιος ειναι αξιος το θρονο του να παρει.
Παιρνει, κλειδωνει δυο κουτια χωρις κανεις να ξερει και μεσα στη συνελευση μοναχος του τα φερνει. Και λεει:
Οποιος απο σας μ'υπομονη θα σκυψει και βρει σε ποιο απο τα δυο κουτια το στεμμα εχω κρυψει,
αυτος θα γινει βασιλιας και μ'ενα λογο μονο θα παρει την κορη μου θα παρει και τον θρονο.
Μ'αν δε μπορεσει να το βρει θα παιξει με το Χαρο κι αμεσως το κεφαλι του εγω θε να του παρω.
Επηγαν δεκα, εικοσι επηγαν τοσοι αλλοι μα του καθενα χωριστα εκοβαν το κεφαλι.
Μα τελος ηρθε κι ενας νιος ομορφο παλικαρι για να διαλεξει και αυτος σαν ποιο κουτι να παρει.
Στεκει εμπρος στα δυο κουτια τα ματια του στυλωνει κι ευθυς στο προστυχο κουτι το χερι του απλωνει.
Τ'ανοιγει και με προσοχη την κεφαλη του γερνει βρισκει το στεμμα το χρυσο και με χαρα το παιρνει.
"Εσυ εισαι" λεει ο βασιλιας "εσυ εισαι ο γαμπρος μου και θασαι κι απο σημερα και ο διαδοχος μου".
Γινονται γαμοι και χαρες ενα σωρο καλουνε οι καλεσμενοι τραγουδουν τα οργανα χτυπουνε.
Μα μεσ' το τοσο γλεντι τους που εκαναν αυτοι ρωταει η νυφη το γαμπρο κρυφα-κρυφα στ'αυτι.
"Παρακαλω σε αντρα μου να μου το εξηγησεις ταχα γιατι το προστυχο κουτι να προτιμησεις?"
"Γιατι", της λεει ο γαμπρος, "ειδα χιλιδες τοπους και γνωρισα και πλουσιους μα και φτωχους ανθρωπους.
Ποσες φορες η αρχοντια η χρυσοφορεμενη κρυβει καρδια ανεσπλαχνη κρυβει καρδια στριμμενη.
Ποτε μην εμπιστευεσαι τα εξω μοναχα κρυβουν καλυτερες καρδιες τα ρουχα τα φτωχα".