Δευτέρα, Οκτωβρίου 30

Η ΜΑΧΗ

Τις συναντησα σ'ενα προθαλαμο χειρουργιου
Δυο γυναικες γαντζωμενες η μια πανω στην αλλη
Τα κορμια τους γερμενα σαν αδυναμα κλαρια
που στηριζονταν μεταξυ τους
Τα χερια τους μπλεγμενα σαν ριζες
που εφτιαξαν εναν γορδιο δεσμο
Δυο γυναικες που εμοιαζαν μια
Ενωμενες σ'ενα γλυπτο που λαξευτηκε
πανω στο ιδιο κομματι πετρας
Τα ματια τους κλειστα και τα χειλη
μουρμουριζαν αδιακοπα ακαταληπτα λογια
Ποτε ποτε τα ματια ανοιγαν και εριχναν
ενα βλεμμα στην εισοδο του χειρουργιου
Και μετα παλι βυθιζονταν στο μουρμουρητο
Μεσα στο χειρουργιο ο γιος και αδελφος
παλευε για την ζωη στο μαρμαρενιο αλωνι
Οι δυο γυναικες ξορκιζαν τον μαυρο καβαλαρη
Πολεμαγαν κι αυτες μαζι να φυγει μακρια
Καποιες στιγμες μοναχα ακουγα την μανα να ψελλιζει
"Οχι τον γιο μου, αστονε, φυγε, φυγε μακρια"
Η μαχη ηταν τιτανια, ποιος αραγε οριζει
ο αρχοντας του σκοτους ποτε θα νικηθει
οι δυο γυναικες εμειναν για ωρες εκει περα
πισω ομως δεν εκαναν ουτε για μια στιγμη
Κι οταν η πορτα ανοιξε και ηρθανε τα νεα
για μιας κι οι δυο πεταχτηκαν, λυθηκεν ο δεσμος
νικησαμε φωναξανε και ακουστηκαν ως περα
και τα κλαρια ορθοθηκαν και εγιναν κορμος