Δευτέρα, Ιουλίου 16

ΦΕΥΓΩ !!!!!

Για ενα ταξιδι που ονειρευομουν χρονια.
Για εναν πολιτισμο τοσο διαφορετικο.
Για ενα μερος του πλανητη τοσο μακρινο.
Ολες οι αισθησεις μου προσμενουν.
Ανυπομονουν να εξερευνησουν το καινουργιο.
Ευλογημενη διαφορετικοτητα.
Μας κανεις τοσο πλουσιους.
Μας κανεις πιο σοφους!

Καλο καλοκαιρι φιλοι καλοι.

Δευτέρα, Ιουλίου 9

DAS LEBEN DER ANDEREN
Οι ζωές των άλλων.


Οταν η μοναξια σου που σε αλλοτριωνει καθημερινα,

ακουμπα με λαχταρα πανω στην ζωη των αλλων,

για να ρουφηξει χυμους ζωης, που ποτε δεν γνωρισε.

Να ακουσει ηχους που πριν δεν ηξερε οτι υπαρχουν.

Να ξεκλειδωσει διστακτικα την ψυχη που δεν εμαθε να αγαπα.

Να συγκλονιστει απο το αγγιγμα των ανθρωπων.

Να αφεθει σιγα σιγα στην εκσταση που δημιουργει η ζωη.

Να αγαπησει πιο πολυ και πιο δυνατα απο τον καθενα.

Να ταξιδεψει με την σονατα των καλων ανθρωπων.

Σ'ενα κοσμο που ειχαν πει οτι δεν υπαρχει.

Κι ομως ηταν παντα εκει

και περιμενε να ανακαλυφθει

Απο εσενα,

απο εμενα,

απο τον καθενα....



Μια ταινια που επαιξε με ευαισθητες νοτες της ψυχης μου.

Δευτέρα, Ιουλίου 2

Η ΤΑΒΕΡΝΑ

Η βαρκα πλησιασε στο λιμανι.
Γλυστρουσε αναλαφρα πανω στο σκοτεινο νερο.
Διεκρινα την αξιολατρευτη μουσουδα ενος
μεγαλοσωμου σκυλου στην πλωρη.
Ακριβως πισω του, το αφεντικο του με επιδεξιες
μανουβρες οδηγουσε την βαρκα στο προκαθορισμενο σημειο.
Μολις ακουμπησε στην προκυμαια, ο σκυλος πεταχτηκε στην στερια
και χαρουμενος ετρεξε να κυνηγησει μια γατα.
Ο ψαρρας πηδηξε κι αυτος εξω, εδεσε την βαρκα
και προχωρησε στην προκυμαια.
Καθως σταθηκε κατω απο ενα φαναρι, προσεξα
οτι ηταν μεγαλος σε ηλικια, αλλα το σχεδον
εφηβικο κορμι του σε ξεγελουσε.
Ηταν αξυριστος και το αρμυριασμενο του
προσωπο σκαμμενο απο τον ηλιο και την θαλασσα.
Μια παρεα που μολις ειχε βγει απο ενα μεγαλο καϊκι
που ηταν πιο κει αραγμενο, σταματησε και τον χαιρετησε.
Φαινοταν οτι γνωριζονταν απο παλια.
Ειχαν αυτη την οικειοτητα, που ερχεται με τα χρονια.
Αφου ανταλλαξαν καποιες κουβεντες χαμηλοφωνα,
ακουσα καποιον απο την παρεα που υψωσε την φωνη ,να λεει
στον ψαρρα.."Ελα Γιαννη, δεν σηκωνω κουβεντα. Θα ερθεις
να πιεις μια μπυρα μαζι μας"
Ο ψαρρας προφανως ειχε αντιρρησεις, αλλα στο τελος ακολουθησε
σχεδον απροθυμα, προς την κοντινη ταβερνα.
Η παρεα καθισε και μονο ο ψαρρας στεκοταν ορθιος
στο εμπα της ταβερνας. Ηταν φανερο οτι ενιωθε εξω απο τα νερα του.
Η παρεα συνεχισε να τον προσκαλει να κατσει.
Εκεινη την στιγμη ηρθαν οι μπυρες.
Τοτε μονο πλησιασε στο τραπεζι, πηρε το ποτηρι του,
τσουγκρισε με ολους, με πολυ φιλικη διαθεση
και αφου ανταλλαξαν στο ποδι μερικες κουβεντες ακομη,
εκανε μεταβολη και ξαναγυρισε στην βαρκα του.
Αφησε το ποτηρι σ'ενα πεζουλι , στην προκυμαια,
μπηκε στην βαρκα, και εβαλε καθαρο νερο και τροφη
για τον σκυλο.
Μολις σφυριξε, ο μεγαλοσωμος φιλος του εμφανιστηκε
και αρχισε να τρωει λαιμαργα.
Τοτε μονο, φανηκε ο ψαρρας να ησυχαζει.
Καθισε στο πεζουλι,με γυρισμενη την πλατη στην στερια,
ξυπολητος, γυμνος απο την μεση και πανω,
πηρε την μπυρα και πριν την γευτει,
κοιταξε με λατρεια τον σκυλο του
"Ελα, τρωγε κι εσυ, να το φας ολο"
του ειπε με τρυφεροτητα.
Αναψε ενα τσιγαρο και βυθισε το βλεμμα του στην θαλασσα.
Μπροστα του ειχε, ο,τι αγαπουσε πανω στην γη.
Αυτος ηταν ο κοσμος του....